- νυμφιδίαν
- νυμφιδίᾱν , νυμφίδιοςbridalfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόνανδρος — η, ο (ΑΜ μόνανδρος ον) νεοελλ. για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο) * ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… … Dictionary of Greek